Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα
- Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα
Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα
– Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα
• Слово – серебро, молчанье – золото
Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки).
2012.
Смотреть что такое "Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα" в других словарях:
μιλιά — η 1. ομιλία 2. ο τόνος τής φωνής, η λαλιά, η προφορά («τόν κατάλαβα από τη μιλιά του») 3. (ως προσταγή) σιωπή, σκασμός 4. φρ. α) «δεν θέλω μιλιά» δεν δέχομαι αντίρρηση β) «γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει» λέγεται για τους υπερβολικά ολιγόλογους 5 … Dictionary of Greek